- πνευμοθώρακας
- [-αξ (-ακος)] ο пневмоторакс;
τεχνητός πνευμοθώρακας — искусственный пневмоторакс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεχνητός πνευμοθώρακας — искусственный пневмоторакс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνευμοθώρακας — Είναι η παρουσία αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα, που μπορεί να οφείλεται σε παθολογικά αίτια (αυτόματος π.) ή μπορεί να προκληθεί (τεχνητός π.) για θεραπευτικούς σκοπούς, ή, σπανιότερα για διαγνωστικούς σκοπούς. Ο αυτόματος π. οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
πνευμονοθώρακας — ο, Ν βλ. πνευμοθώρακας … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek
υδροπνευμοθώρακας — ο, Ν ιατρ. πνευμοθώρακας που έχει επιπλακεί με συλλογή υγρού στην πλευρική κοιλότητα ή υδροθώρακας με είσοδο αέρα στην κοιλότητα τού υπεζωκότα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. hydropneumothorax (< υδρ[ο] * + πνεύμα + θώρακας)] … Dictionary of Greek